- παρεκτρέπεται
- παρεκτρέπωturn asidepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλόξευτος — η, ο [λοξεύω] 1. αυτός που δεν λοξεύει, δεν παρεκκλίνει από την ευθεία, ο ίσιος 2. (για ύφασμα) αυτός που δεν κόπηκε λοξά, πλάγια προς την ύφανση 3. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ξεφεύγει από τον ίσιο δρόμο, δεν λοξοδρομεί β) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
διάστροφος — ο (AM διάστροφος) 1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος 2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό 3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας») νεοελλ. κακός,… … Dictionary of Greek
περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… … Dictionary of Greek